σωπή

σωπή
ἡ, Α
βλ. σιωπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωπή — silence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”